- διαξηραίνω
- (αόρ. δίεξήρανα) μετ. высушивать, просушивать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαξηραίνω — (Α διαξηραίνω) [ξηραίνω] καταξηραίνω, στεγνώνω κάτι εντελώς … Dictionary of Greek